- ἐκκλησιάζεται
- ἐκκλησιάζωhold an assemblypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
QUADRAGESIMA — Graecis Τεσσαρακοςτὴ, vectigalis species fuit, apud Romanos quod non de rebus venalibus, sed litibus, summisque controversis, pendi solebat, apud Sueton. in Calig. c. 40. Item telonii nomen seu portorii Publicanis pendi soliti, quod cum aliis… … Hofmann J. Lexicon universale
ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία … Dictionary of Greek
εκκλησιασμός — ο (AM ἐκκλησιασμός) νεοελλ. το να εκκλησιάζεται κανείς, να μετέχει στη Θεία Λειτουργία αρχ. συνέλευση τού λαού … Dictionary of Greek
ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… … Dictionary of Greek
φιλακόλουθος — η, ο / φιλακόλουθος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που εκκλησιάζεται τακτικά αρχ. αυτός που είναι έτοιμος να ακολουθήσει («ἐγὼ δ ἀεί πως φιλακόλουθός εἰμι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀκόλουθος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ανεκκλησίαστος — η, ο αυτός που δεν εκκλησιάζεται, ή δεν του επιτρέπουν να εκκλησιαστεί: Αρκετούς μήνες ήταν ανεκκλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)